- εναγκάλισμα
- το1. ο εναγκαλισμός (βλ. λ.).2. ό,τι εναγκαλίζεται κανείς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐναγκάλισμα — that which embraces neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναγκάλισμα — το (Α ἐναγκάλισμα) περίπτυξη, αγκάλιασμα αρχ. οτιδήποτε περιβάλλει κανείς με στοργή, αγαπητό, προσφιλές … Dictionary of Greek
ἐναγκαλισμάτων — ἐναγκάλισμα that which embraces neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)